- πεδίονδε
πεδίονδε, in die Ebene, Hom. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδίονδε, in die Ebene, Hom. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδίονδε — to the plain indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδίονδε — Α (τοπ. επίρ.) στην πεδιάδα, στον κάμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πόντον δε)] … Dictionary of Greek
πεδίονδ' — πεδίονδε , πεδίονδε to the plain indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek