- ὑπο-δράω
ὑπο-δράω, Einem dienstbar sein, unter ihm handeln, dienen; οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od. 15, 333; u. in später Prosa, wie Ael. H. A. 9, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δράω, Einem dienstbar sein, unter ihm handeln, dienen; οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od. 15, 333; u. in später Prosa, wie Ael. H. A. 9, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek