- ὑπο-δρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen, Antiph. 3 β 5; καὶ κολακεία, Kriecherei, Ael. V. H. 14, 29. – Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung, Ael. H. A. 14, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen, Antiph. 3 β 5; καὶ κολακεία, Kriecherei, Ael. V. H. 14, 29. – Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung, Ael. H. A. 14, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ … Dictionary of Greek