- ὑπο-μαραίνομαι
ὑπο-μαραίνομαι, pass., ein wenig od. allmälig verwelken, vergehen, Plut. def. orac. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μαραίνομαι, pass., ein wenig od. allmälig verwelken, vergehen, Plut. def. orac. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογομαραίνομαι — Ν 1. (για φυτά) μαραίνομαι υπό την επίδραση ηλιακού καύματος ή πυρκαγιάς 2. μτφ. (για πρόσ.) εξασθενώ σταδιακά από το ερωτικό πάθος ή από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + μαραίνομαι] … Dictionary of Greek
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek