- πεδ-έρχομαι
πεδ-έρχομαι, πεδ-έχω, dor. = μετέρχομαι, μετέχω, Pind. u. Sappho.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδ-έρχομαι, πεδ-έχω, dor. = μετέρχομαι, μετέχω, Pind. u. Sappho.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek