- ὑπο-κίνυμαι
ὑπο-κίνυμαι, auch ὑποκῑνύω, ep. = Vorigem, Qu. Sm. 3, 36. 4, 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κίνυμαι, auch ὑποκῑνύω, ep. = Vorigem, Qu. Sm. 3, 36. 4, 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek