- ὑπο-κάμνω
ὑπο-κάμνω (s. κάμνω), ein wenig müde od. krank sein, Schol. Ar. Th. 412.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κάμνω (s. κάμνω), ein wenig müde od. krank sein, Schol. Ar. Th. 412.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποκαμών — ὑπό κάμνω work aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… … Dictionary of Greek
προσκάμνω — Α 1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο 2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον («προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»] … Dictionary of Greek