- ὑπο-κάρπιος
ὑπο-κάρπιος, unter der Vorderhand, ἀρτηρία, die Pulsader, an welcher der Arzt den Puls fühlt, Aristaen. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κάρπιος, unter der Vorderhand, ἀρτηρία, die Pulsader, an welcher der Arzt den Puls fühlt, Aristaen. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… … Dictionary of Greek
μετακάρπιος — α, ο (Α μετακάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν) το τμήμα τού σκελετού τού χεριού που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων νεοελλ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων τού χεριού («μετακάρπια οστά» πέντε οστά… … Dictionary of Greek