- ὑπο-κλῄζω
ὑπο-κλῄζω, ion, ὑποκληΐζω, heimlich verkünden, u. pass. bekannt gemacht werden, ἀγγελίαν τῶν μεγάλων Δαναῶν ὑποκλῃζομέναν Soph. Ai. 223, wenn nicht mit Hermann ὕπο κλ. zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κλῄζω, ion, ὑποκληΐζω, heimlich verkünden, u. pass. bekannt gemacht werden, ἀγγελίαν τῶν μεγάλων Δαναῶν ὑποκλῃζομέναν Soph. Ai. 223, wenn nicht mit Hermann ὕπο κλ. zu lesen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποκλῃζομένην — ὑπό κλῄζω 1 make famous pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ὑποκληϊζομένην , ὑπό κλῄζω 1 make famous pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ὑπό κλῄζω 2 shut pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλείσῃς — ὑπό κλείω 1 shut aor subj act 2nd sg ὑπό κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (doric) ὑποκλεΐσῃς , ὑπό κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατακλείσεις — ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (epic doric) ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous fut ind act 2nd sg (doric) ὑποκατακλεΐσεις , ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (epic doric) ὑπό κατακλείω shut in aor subj act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατακλείσῃς — ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (doric) ὑποκατακλεΐσῃς , ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor subj act 2nd sg (doric) ὑπό κατακλείω shut in aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατάκλεισον — ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor imperat act 2nd sg (doric) ὑπό κατακλείω shut in aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατακλείσας — ὑποκατακλείσᾱς , ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὑποκατακλεΐσᾱς , ὑπό , κατά κλῄζω 1 make famous aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὑποκατακλείσᾱς , ὑπό κατακλείω shut in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek