ὑπ-οκλαδόν

ὑπ-οκλαδόν

ὑπ-οκλαδόν, adv., mit etwas gebogenem Knie, allmälig geneigt, Opp. Cyn. 4, 205.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀκλαδόν — with bent hams indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • αποκλάζω — (I) ἀποκλάζω (Α) κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κλάζω «κράζω»]. (II) ἀποκλάζω (Α) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»] …   Dictionary of Greek

  • μετοκλάζω — (Α) (για δειλό πολεμιστή που κάθεται σε ενέδρα) αλλάζω θέση καθώς κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»] …   Dictionary of Greek

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] …   Dictionary of Greek

  • ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδιστός — ή, ό [ανακλαδίζομαι] αυτός που κάθεται οκλαδόν, σταυροπόδι …   Dictionary of Greek

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • ενοκλάζω — ἐνοκλάζω (Α) [οκλάζω] (για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”