ὑπο-καλύπτω

ὑπο-καλύπτω

ὑπο-καλύπτω, darunter od. ein wenig bedecken, verbergen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποκαλύπτετε — ὑπό καλύπτω oc culo pres imperat act 2nd pl ὑπό καλύπτω oc culo pres ind act 2nd pl ὑπό καλύπτω oc culo imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεκαλυμμένα — ὑπό καλύπτω oc culo perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑποκεκαλυμμένᾱ , ὑπό καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑποκεκαλυμμένᾱ , ὑπό καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαλύπτουσι — ὑπό καλύπτω oc culo pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό καλύπτω oc culo pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαλύψεις — ὑπό καλύπτω oc culo aor subj act 2nd sg (epic) ὑπό καλύπτω oc culo fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκάλυψε — ὑπό καλύπτω oc culo aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκάλυψον — ὑπό καλύπτω oc culo aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκαλύψας — ὑποκαλύψᾱς , ὑπό καλύπτω oc culo aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

  • κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”