ὑπο-κινύρομαι

ὑπο-κινύρομαι

ὑπο-κινύρομαι, dazu, dabei leise wimmern, Ael. V. H. 9, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποκινυρόμενος — ὑποκινῡρόμενος , ὑπό κινύρομαι utter a plaintive sound pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”