ὑπο-κεφάλαιον

ὑπο-κεφάλαιον

ὑπο-κεφάλαιον, τό, Kopfkissen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσκεφάλαιο — το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ προσκέφαλο, μαξιλάρι νεοελλ. τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο αρχ. 1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος τού σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • υποκεφάλαιο — το / ὑποκεφάλαιον, ΝΑ νεοελλ. (σε σύγγραμμα, σε βιβλίο) μέρος κεφαλαίου, υποδιαίρεση κεφαλαίου αρχ. προσκέφαλο («πρὸς κεφαλὴν ὑποθεῑναι σκύτινον ὑποκεφάλαιον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. είναι σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

  • κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”