- ὑπο-κατά-στασις
ὑπο-κατά-στασις, ἡ, Substitution, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κατά-στασις, ἡ, Substitution, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
БОЭЦИЙ — [лат. Boёthius, Boёtius] Аниций Манлий Торкват Северин (ок. 480, Рим 524 или 526, Кальвенцано, близ г. Тицин (совр. Павия), Италия), св. католич. Церкви (пам. 23 окт.), рим. философ, богослов и гос. деятель. Жизнь Консульский диптих Боэция… … Православная энциклопедия
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek