- ὑπο-κατ-εσθίω
ὑπο-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), heimlich verzehren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), heimlich verzehren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… … Dictionary of Greek