- ὑπο-καπνίζω
ὑπο-καπνίζω, Rauch darunter machen, räuchern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-καπνίζω, Rauch darunter machen, räuchern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεκαπνίσθη — ὑπό καπνίζω make smoke aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek