ὑπο-γράφια

ὑπο-γράφια

ὑπο-γράφια, τά, sc. χρήματα, Geld, für dessen Zurückzahlung man sich durch Namensunterschrift verbürgt, so daß der Gläubiger sich an die Person des Schuldners halten kann, also eine Wechselschuld, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολαρογραφία — Κλάδος της ηλεκτροχημείας, ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ της εφαρμοσμένης τάσης στα ηλεκτρόδια και της έντασης του ρεύματος που διέρχεται μέσα από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να καθοριστούν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομυογραφία — η ιατρ. η διαδικασία τής εγγραφής με τη βοήθεια ηλεκτροδίων υπό μορφήν καμπύλης τής ηλεκτρικής δραστηριότητας τών μυϊκών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electro myography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + myography < myο (πρβλ. μυς, μυός) + …   Dictionary of Greek

  • κυμογραφία — η φυσιολ. η εγγραφή υπό μορφή καμπύλης, με τη βοήθεια αυτογραφικής συσκευής, διαφόρων φυσιολογικών φαινομένων, όπως είναι ο σφυγμός, η αναπνοή κ.ά., καθώς και η εγγραφή με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ τών κινήσεων ορισμένων σπλάγχνων και ειδικότερα… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • σπληνοπυλαιογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινογραφία τού συστήματος τής πυλαίας φλέβας, που λαμβάνεται με διαδερμική ένεση σκιερής ουσίας στην σπλήνα, υπό νάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. splenoportographie < σπλήνα + portal [vein] (βλ. λ. πυλαίος) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”