ὑπο-κρούω

ὑπο-κρούω

ὑπο-κρούω (s. κρούω), von unten od. leise klopfen, daran schlagen, auch wie ὑποκρέκω, von Saiteninstrumenten, die Saiten anschlagen, auch den Takt dazu schlagen, Plut. Dem. 20; dah. andeuten, sagen, Ar. Plut. 548, von Poll. νουϑετῆσαι erkl., 9, 139; übrtr., in die Rede fallen, Alexis in B. A. 115, wo es ἐμποδίσαι erkl. wird, Aesch. 1, 35 im Gesetz; unterbrechen, Plat. Eryx. 395 e; λόγον Pol.; dah. antworten, widersprechen, βοᾶν, ὑποκρούειν, λοιδορεῖν τοὺς ῥήτορας Ar. Ach. 38, Schol. ἀντιλέγειν, ἐπὶ τῶν ϑορυβούντων λέγεται; τινί, Plut. u. a. Sp.; s. Phryn. in B. A. 68; Pol. 1, 7, 4,3; – entunzüchtigen Sinne, wie κρούω, vom Beischlafe, Ar. Eccl. 256. 618.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανθυποκρούω — ἀνθυποκρούω (AM) [υπο κρούω] αποκρούω, αντικρούω κάποιον με ερώτηση …   Dictionary of Greek

  • κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”