ὑπο-κρισία

ὑπο-κρισία

ὑπο-κρισία, , seltenere Form für ὑπόκρισις, Ep. ad. 353 (Plan. 289).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαοκρισία — η η κρίση που εκφέρεται από τον λαό, λαϊκή ετυμηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρισία (< κρίση), πρβλ. ευθυ κρισία, υπο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”