- ὑπο-μυκτηρίζω
ὑπο-μυκτηρίζω, ein wenig, dabei die Nase rümpfen, Nicol. bei Stob. Floril. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μυκτηρίζω, ein wenig, dabei die Nase rümpfen, Nicol. bei Stob. Floril. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek