- ὑπο-ϊσχάνω
ὑπο-ϊσχάνω, poet. Nebenform von ὑποΐσχω, Ap. Rh. 3, 120 ἐνίπλεον ᾡ ἐπὶ μαζῷ λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ϊσχάνω, poet. Nebenform von ὑποΐσχω, Ap. Rh. 3, 120 ἐνίπλεον ᾡ ἐπὶ μαζῷ λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποίσχανε — ὑποί̱σχανε , ὑπό ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd sg (epic) ὑποίσχανε , ὑπό ἰσχάνω hold in check pres imperat act 2nd sg (epic) ὑποίσχανε , ὑπό ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) κρατώ κάτι αποκάτω, υπέχω («ᾧ ὑπὸ μαζῷ μάργος Ἔρως λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχάνω «κρατώ», άλλος τ. αντί τού ἴσχω / ἔχω*] … Dictionary of Greek