ὑπ-οψία

ὑπ-οψία

ὑπ-οψία, , ion. ὑποψίη, Argwohn, Vermuthung; Eur. El. 1565; ὑποψίην ἔχειν Her. 8, 99; εἴς τινα, Antiph. 2, 3,3; τὴν ὑποψίαν τὴν εἰς ἐμὲ οὖσαν ib. §. 6, u. öfter; Thuc. 4, 27 u. öfter; Plat., ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ εἶναι ἡμέτεροι ἢMenex. 247 e; ἐν πλείστῃ ὑποψίᾳ ποιεῖσϑαι Aesch. 1, 10; τὰ κατὰ τὴν Αἰτωλίαν ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους Pol. 28, 4,13; πρός τινα, Plut. Cic. 43; – argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung, Thuc. 2, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀψία — ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc/acc dual ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc/acc dual (ionic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ὀψίον… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίᾳ — ὀψίᾱͅ , ὄψιος late fem dat sg (attic doric aeolic) ὀψίαι , ὀψία the latter part of day fem nom/voc pl (ionic) ὀψίᾱͅ , ὀψία the latter part of day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψία — ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α) βλ. όψιος …   Dictionary of Greek

  • ὄψια — ὄψιος late neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίας — ὀψίᾱς , ὄψιος late fem acc pl ὀψίᾱς , ὄψιος late fem gen sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem acc pl (ionic) ὀψίᾱς , ὀψία the latter part of day fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίαν — ὀψίᾱν , ὄψιος late fem acc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱν , ὀψία the latter part of day fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιοψία — η, Ν ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμών σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφυσις + οψία (< οπτος < ὀπτός < θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ οψία, υπ οψία] …   Dictionary of Greek

  • νηοψία — η 1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του 2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροψία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής όρασης, κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι βλέπει σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + οψία (< όψις), πρβλ. νεκρ οψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • поздѣ — (32) нар. 1.Поздно (близко к концу какогол. отрезка времени): и се ѹбо нощи зѣло поздѣ болѥсть на нь нападе (βαϑεὶαν) ЖФСт к. XII, 165 об.; поидоша волъсви ѿ персъ… вечеръ же поздѣ зѣло ˫ависѧ ѥдиному в тои же кумирници. диону съ хоруговью. СбЧуд …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”