- ὑπο-ψάθυρος
ὑπο-ψάθυρος, etwas locker, mürbe, morsch, Galen. aus Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ψάθυρος, etwas locker, mürbe, morsch, Galen. aus Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek