- ὑπο-ψελλίζω
ὑπο-ψελλίζω, ein wenig lallen, stottern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ψελλίζω, ein wenig lallen, stottern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταψελλίζομαι — (Α) δυσκολεύομαι να προφέρω καλά όλα τα γράμματα, ψευδίζω («κατεψελλισμένοι τὴν φωνὴν ὑπὸ τοῡ οἴνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψελλίζομαι «ψελλίζω»] … Dictionary of Greek