- ὑπο-ψαύω
ὑπο-ψαύω (s. ψαύω), unten od. ein wenig, leise berühren, Plut. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ψαύω (s. ψαύω), unten od. ein wenig, leise berühren, Plut. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποψαύων — ὑπό ψαύω touch pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek