ὑπο-χείριος

ὑπο-χείριος

ὑπο-χείριος, bei Her. auch 3 Endgn, unter Händen, bei der Hand, zur Hand; χρυσὸς ὅ τις χ' ὑποχείριος εἴη Od. 15, 448; dah. in Jemandes Besitz, Gewalt, unterwürfig, τινί, Aesch. Suppl. 387; Her. 6, 33. 44; ὑποχείριόν τινα ποιεῖσϑαι u. παρέχειν, unterwürfig machen, 1, 106. 178. 3, 154. 5, 91. 6, 45. 107; ὑποχείριος γίγνομαί τινι Xen. An. 3, 2,3; von Thieren, οὕτως ὑποχείρια γιγνόμενα τοῖς ἀνϑρώποις Mem. 4, 3,10; λαβεῖν ὑποχείριον, in seine Gewalt bekommen, σῶμα, Lys. 4, 5. 10, 27; ὥςτ' ὑποχείριον τὴν πόλιν λαβεῖν Eur. Andr. 737; ἔχειν τινὰ ὑποχείριον Thuc. 3, 11; u. sonst in Prosa, ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας τῶν ἀριϑμῶν ἔχει Plat. Theaet. 198 a; Pol. öfter, u. Sp., wie Plut. u. Luc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χείριος — ία, ον, Α [χείρ, χειρός] υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”