πινακίς

πινακίς

πινακίς, , = πινακίδιον, u. im plur., wie δέλτοι, Diplome, codicilli, Plut. T. Graech. 6; vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 175.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πινακίς — codicils fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίς — ἡ, ΜΑ βλ. πινακίδα …   Dictionary of Greek

  • πινακίδα — πινακίς codicils fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίδας — πινακίς codicils fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίδες — πινακίς codicils fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίδι — πινακίς codicils fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίδος — πινακίς codicils fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίσι — πινακίς codicils fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίσιν — πινακίς codicils fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… …   Dictionary of Greek

  • πινακίδιο — το / πινακίδιον, ΝΜΑ [πινακίς, ίδος] νεοελλ. 1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι 2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές μσν. αρχ. μικρή πινακίδα για γραφή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”