- ὑπο-φείδομαι
ὑπο-φείδομαι, ein wenig schonen, Xen. An. 4, 1,8 u. Sp., wie Luc. de mort. Peregr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-φείδομαι, ein wenig schonen, Xen. An. 4, 1,8 u. Sp., wie Luc. de mort. Peregr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek