- ὑπο-φράσσω
ὑπο-φράσσω, att. -ττω, zustopfen, versperren, Schol. Aesch. Pers. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-φράσσω, att. -ττω, zustopfen, versperren, Schol. Aesch. Pers. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποπεφραγμένα — ὑπό φράσσω fence in perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑποπεφραγμένᾱ , ὑπό φράσσω fence in perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑποπεφραγμένᾱ , ὑπό φράσσω fence in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπό φράζω point out perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek