- ὑπ-ουργία
ὑπ-ουργία, ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ουργία, ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαυμασιουργία — θαυμασιουργία, ἡ (Α) 1. θαυματοποιία, ταχυδακτυλουργία ή μαγεία 2. φρ. «λέξεως θαυμασιουργία» μαγεία τής γλώσσας, τού λόγου (Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάσιος + ουργία (< ουργός < έργον), πρβλ. αμπελ ουργία (< αμπελ ουργός), υπ ουργία… … Dictionary of Greek
κληρουργία — κληρουργία, ἡ (Α) κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + ουργία (< ουργός < Fοργός < ἔργον), πρβλ. δημι ουργία, στιχ ουργία] … Dictionary of Greek
κολοσσουργία — κολοσσουργία, ἡ (Α) η κατασκευή κολοσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, κηπ ουργία] … Dictionary of Greek
ληστουργία — λῃστουργία, ἡ (ΑM) ληστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. δραματ ουργία, θαλασσ ουργία] … Dictionary of Greek
χλανιδουργία — ἡ, Α χλανιδοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργία, σιδηρ ουργία] … Dictionary of Greek
καματουργία — καματουργία, ἡ (Α) επίπονη εργασία, κοπιαστικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, ιερουργία] … Dictionary of Greek
κηρουργία — κηρουργία, ἡ (Α) η παρασκευή ή παραγωγή κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο εργία με συναίρεση < κηρός + εργία < εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι ουργία, υαλ ουργία] … Dictionary of Greek
μιτουργία — μιτουργία, ἡ (Μ) υφαντουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + ουργία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιτουργός (πρβλ. λιν ουργία) … Dictionary of Greek
ξεστουργία — ξεστουργία, ἡ (Α) η διαδικασία τής λείανσης, στίλβωση, πελέκημα («ξεστουργία λίθων», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. καλαμ ουργία) … Dictionary of Greek
πυρηνελαιουργία — η, Ν η βιομηχανία παραγωγής πυρηνελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρηνέλαιο + ουργία (< ουργός < έργο), πρβλ. υφαντ ουργία] … Dictionary of Greek
σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] … Dictionary of Greek