ὑπο-τίθημι

ὑπο-τίθημι

ὑπο-τίθημι (s. τίϑημι), 1) untersetzen, -stellen, -legen, τί τινι, Xen. Hell. 4, 1,13; βάσεις Plat. Tim. 92 a; auch ὑποχειρίους τοῖς ἐχϑροῖς ὑπέϑεσαν τὰς αὑτῶν πατρίδας Polit. 308 a; dah. zu Grunde legen, zur Grundlage machen, Xen. Cyr. 7, 5,12; als Grundsatz annehmen, feststellen, Plat. Charm. 160 d u. öfter. Auch Etwas zur Behandlung vornehmen, vorsetzen, ὑποτεϑεὶς σκοπός Arist. Nicom. eth. 6, 12, 9; ἔμοιγε οὐ φαινόμεϑα ἐκτὸς πορεύεσϑαι τῶν ὑποτεϑέντων λόγων Plat. Legg. VII, 812 a; – versetzen, verpfänden; οὐσίαν Isocr. 21, 2; ὑποϑεὶς οἰκίαν Dem. 28, 17; ὑπέϑεσαν αὑτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προςόδους Aesch. 3, 104; – τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποϑείς, auf eigene Gefahr, Dem. 19, 252. – 2) hinstellen; ἐλπίδα ὑποϑεῖναι, Hoffnung machen, erregen, Eur. Or. 1184; ἡ εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιϑεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. 4, 65; vgl. Xen. Hell. 4, 8,28; Dem. 23, 58. – Häufiger im med.: – a) Einem Etwas unterlegen, wie wir sagen unter die Hand oder unter den Fuß geben, eingeben, anrathen, ὑποϑέσϑαι τινὶ βουλήν, Il. 8, 36. 467; ἔπος, ἔργον ὑποϑέσϑαι τινί, Einem eine Rede od. Handlung angeben, ihn dazu rathen, Od. 4, 163 Il. 11, 788; δόλον ὑπεϑήκατο, sie gab eine List an, Hes. Th. 175; oft bei Her., 1, 156. 5, 92. 6, 98. 7, 237 u. sonst; auch gradezu Einem anbefehlen, 4, 135. – Ohne accus., ὑπο ϑέσϑαι τινί, Einem rathen, Od. 2, 194. 5, 143; πυκινῶς ὑποϑέσϑαι τινί, Einem klüglich rathen, Od. 1, 179 Il. 21, 293; ἀλλά μοι εὖ ὑπόϑευ Od. 15, 310; Ar. Av. 1362 Eccl. 1154; vgl. Her. 1, 90; Plat. Charm. 155 d; – überh. ermahnen, belehren, Pol. 1, 22, 3, u. öfter bei Sp. – b) sich Etwas zum Gegenstande der Behandlung machen, vorsetzen, ὑπέϑετο δεινότατον πρᾶγμα Andoc. 1, 38; ἐντεῦϑεν ὑποτιϑέμενος ἠρξάμην Isocr. 3, 14; ὥςπερ ὑπεϑέμην ἀρχόμενος τοῠ λόγου Aesch. 1, 37; oft bei Plat., z. B. ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑποτιϑέμεϑα Charm. 171 d; auch = annehmen; und ὑποτίϑεσϑαί τινι ἐνύπνιον, Einem einen Traum vorlegen, um ihn sich deuten zu lassen, Her. 1, 107. 108, wo setzt ὑπερτίϑεσϑαι gelesen wird; ὑποϑησόμεϑα ταύτην ἀρχὴν τῆς βίβλου, τὴν πρώτην διάβασιν, wir werden damit den Anfang machen, Pol. 1, 5,1, vgl. 3, 1,1. – c) vom Gläubiger, als Pfand annehmen, daher auf Pfand leihen, Dem. 50, 55; s. Lob. Phryn. 468.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • гипотеза(ипотеза) — предположение (умозрительное), догадка Ср. Леонтий принадлежал к породе ученых, живущих прошлою или идеальною жизнию, жизнию цифр, ипотез, теорий и систем, и не замечающих настоящей кругом текущей жизни. Глядя на него, еще на ребенка, непременно… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • ипотеза — гипотеза (ипотеза) предположение (умозрительное), догадка Ср. Леонтий принадлежал к породе ученых, живущих прошлою или идеальною жизнию, жизнию цифр, ипотез, теорий и систем, и не замечающих настоящей кругом текущей жизни. Глядя на него, еще на… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Гипотеза — (Г)ипотеза предположеніе (умозрительное), догадка. Ср. Леонтій принадлежалъ къ породѣ ученыхъ, живущихъ прошлою, или идеальною жизнію, жизнію цифръ, ипотезъ, теорій и системъ и не замѣчающихъ настоящей кругомъ текущей жизни. Глядя на него, еще на …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • dē- : dǝ- and dēi-, dī- —     dē : dǝ and dēi , dī     English meaning: to bind     Deutsche Übersetzung: “binden”     Note: Root dē : dǝ and dēi , dī : “to bind” derived from du̯ai , du̯ei , stems of Root du̯ō(u) : “two” meaning “bind in two”     Material: O.Ind. dy áti… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”