- ὑπο-τίτθιος
ὑπο-τίτθιος, und ὑπότιτθος, wie ὑπομάζιος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-τίτθιος, und ὑπότιτθος, wie ὑπομάζιος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοτίτθιος — ὀρθοτίτθιος και ὀρθότιτθος, ον (ΑΜ) (για γυναίκα) αυτή τής οποίας οι μαστοί προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τίτθιος / τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπο τίτθιος / υπό τιτθος] … Dictionary of Greek