ὑπο-τάσσω

ὑπο-τάσσω

ὑπο-τάσσω, att. -ττω, darunterstellen, -ordnen; εἴς τι; Pol. 17, 15, 4 ὑποτάττειν τινὰ ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς προδοσίας, d. i. ihn für einen Verräther erklären; unterwerfen, bezwingen, Plut. oft; – med. oder pass. sich Einem unterwerfen, οἱ ὑποτεταγμένοι, die Untergebenen, z. B. Soldaten, Pol. 3, 13, 8, Unterthanen, 3, 18, 3 u. öfter, u. Sp., wie Luc. Paras. 49. – Bei den Gramm. den Conjunctiv regieren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ευυπότακτος — η, ο (Μ εὐυπότακτος, ον) αυτός που υπακούει εύκολα, που υποτάσσεται εύκολα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπότακτον η υποταγή, η πρόθυμη υπακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπό τακτος (< υπο τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • Hypotaxe — L’hypotaxe (substantif féminin), du grec ancien ὐπόταξις : hypotáxis (« subordination »), dérivé de ὐπο τάσσω : hypo tássō (« ranger sous »), est une figure de style qui consiste en une abondance inhabituelle des… …   Wikipédia en Français

  • καθυποτάσσω — (AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω) (επιτατ. τού υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω μσν. αρχ. συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ αρχ. πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τάσσω] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέσταξεν — ὑπό , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπό στάζω drop aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαντάξας — ὑπαντάξᾱς , ὑπό , ἀνά τάσσω draw up in order of battle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπαντά̱ξᾱς , ὑπό , ἀντί ἄγνυμι break aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπαντάξᾱς , ὑπό , ἀντί ἄγω lead aor part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεότακτος — θεότακτος, ον (Μ) αυτός που τάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθορίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τακτος (< τάσσω), πρβλ. αν υπό τακτος, από τακτος] …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… …   Dictionary of Greek

  • υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”