- ὑπο-τανύω
ὑπο-τανύω (s. τανύω), poet. = ὑποτείνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-τανύω (s. τανύω), poet. = ὑποτείνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποτανύω — Α απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek