ὑπο-τεκμαίρομαι

ὑπο-τεκμαίρομαι

ὑπο-τεκμαίρομαι, ein wenig vermuthen, errathen, Ar. fr. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποτεκμαίρῃ — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres subj act 3rd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres subj mp 2nd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεκμαίρει — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind act 3rd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεκμαίρεσθαι — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”