- ὑπο-ταράσσω
ὑπο-ταράσσω, att. -ττω, u. zsgzgn ὑποϑράσσω, von unten od. ein wenig aufrühren, verwirren, beunruhigen, erschrecken; Ar. Vesp. 1285; ὑπεταράχϑη πρὸς τὸ αἰφνίδιον Luc. Mort. D. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ταράσσω, att. -ττω, u. zsgzgn ὑποϑράσσω, von unten od. ein wenig aufrühren, verwirren, beunruhigen, erschrecken; Ar. Vesp. 1285; ὑπεταράχϑη πρὸς τὸ αἰφνίδιον Luc. Mort. D. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek