- πινακο-γραφικός
πινακο-γραφικός, ή, όν, zur πινακογραφία gehörig, geschickt, geneigt, Eust. 1227, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινακο-γραφικός, ή, όν, zur πινακογραφία gehörig, geschickt, geneigt, Eust. 1227, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.