- ὑπο-τρύω
ὑπο-τρύω, allmälig aufreiben, erschöpfen (?), – auch intr., allmälig müde werden, Nic. Al. 83 ὑποτρύει καμάτοισιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-τρύω, allmälig aufreiben, erschöpfen (?), – auch intr., allmälig müde werden, Nic. Al. 83 ὑποτρύει καμάτοισιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποτρύει — ὑποτρύ̱ει , ὑπό τρύω Erster Bericht pres ind mp 2nd sg ὑποτρύ̱ει , ὑπό τρύω Erster Bericht pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] … Dictionary of Greek