- ὑπο-σμήχω
ὑπο-σμήχω, ein wenig abreiben, abwischen, Them.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σμήχω, ein wenig abreiben, abwischen, Them.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποσμηχόμενον — ὑπό σμήχω wipe off pres part mp masc acc sg ὑπό σμήχω wipe off pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχει — ὑπό σμήχω wipe off pres ind mp 2nd sg ὑπό σμήχω wipe off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχοντα — ὑπό σμήχω wipe off pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπό σμήχω wipe off pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμῆξαι — ὑπό σμήχω wipe off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχειν — ὑπό σμήχω wipe off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχεται — ὑπό σμήχω wipe off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχοντος — ὑπό σμήχω wipe off pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσμήχων — ὑπό σμήχω wipe off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)