πεδιακός

πεδιακός

πεδιακός, = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεδιακός — ή, όν, Α [πεδίον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν βιβλίο απογραφής τών αγρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί οι κάτοικοι τής πεδινής Αττικής οι… …   Dictionary of Greek

  • πεδιακά — πεδιακός of neut nom/voc/acc pl πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc/acc dual πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιακῶν — πεδιακός of fem gen pl πεδιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιακούς — πεδιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιαίος — αία, ο, Α [πεδίον] πεδιακός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”