- ὑπο-σκἁζω
ὑπο-σκἁζω, ein wenig hinken, Luc. Tim. 20 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σκἁζω, ein wenig hinken, Luc. Tim. 20 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek