πεδιεινός

πεδιεινός

πεδιεινός, = πεδιαῖος, Plat. Legg. IV, 704 d, wo Bekker πεδιεινοτέραν statt πεδινωτέραν aus fünf Handschriften hergestellt hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεδιεινός — ή, όν, Α (δ. γρφ.) βλ. πεδινός …   Dictionary of Greek

  • πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • πεδιεινοτέραν — πεδιεινοτέρᾱν , πεδιεινός flat fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”