ὑπο-σκιάζω

ὑπο-σκιάζω

ὑπο-σκιάζω, allmälig beschatten, dunkel machen; τῆς ὥρας ὑποσκιαζούσης, als es anfing dunkel zu werden, Proteas bei Ath. IV, 130 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπεσκιάζοντο — ὑπό σκιάζω overshadow imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεσκιάσθη — ὑπό σκιάζω overshadow aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεσκίαζε — ὑπό σκιάζω overshadow imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”