ὑπο-σκελίζω

ὑπο-σκελίζω

ὑπο-σκελίζω, Jem. das Bein unterschlagen u. ihn zu Boden werfen; καὶ ἀνατρέπω Plat. Euthyd. 278 b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58, 8; ἴδ' ὡς ὁ πρέσβυς ἐκ μέϑης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon. Tar. 38 (Plan. 307); übertr. betrügen, überlisten, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18, 138; Luc. gymn. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περισκελίζω — ΜΑ μσν. περιστρέφομαι, μπερδεύομαι στα πόδια κάποιου αρχ. υποσκελίζω, καταβάλλω, επιβουλεύομαι («δαίμονες περισκελίζοντες τὴν ψυχήν», Μακάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκελίζω (< σκέλος), πρβλ. υπο σκελίζω] …   Dictionary of Greek

  • καθυποσκελίζω — (Α) επιτατ. τού υποσκελίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σκελίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”