- ὑπο-σεύομαι
ὑπο-σεύομαι, pass. (s. σεύω), darunter od. darin schnell od. heftig gehen, sich heftig darunter bewegen, Hes. Sc. 373, jetzt getrennt geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σεύομαι, pass. (s. σεύω), darunter od. darin schnell od. heftig gehen, sich heftig darunter bewegen, Hes. Sc. 373, jetzt getrennt geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… … Dictionary of Greek
μηλοσσόος — μηλοσσόος, ον (Α) αυτός που φυλάει ή προστατεύει τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σσόος (< σόος, ιων. τ. τού επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής», πρβλ. νηο σσόος, τεκνο σσόος). Τα σύνθ. αυτού τού τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την… … Dictionary of Greek