- ὑπο-σχεσία
ὑπο-σχεσία, ἡ, ep. statt ὑπόσχεσις, Versprechen; Il. 13, 369; Callim. 25 (VI, 150).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σχεσία, ἡ, ep. statt ὑπόσχεσις, Versprechen; Il. 13, 369; Callim. 25 (VI, 150).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισχεσία — ἐπισχεσία, ἡ (Α) πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό * σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε τός (πρβλ. υπο σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα… … Dictionary of Greek