- πεδικός
πεδικός, μέτρησις, Landvermessung, Strab. 2, 4, 2 nach Cor. em., von Kramer verworfen, der die Lesart der codd. mit Pol. 9, 21, 4 rechtfertigt. – Bei Phot. = πεδιακός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδικός, μέτρησις, Landvermessung, Strab. 2, 4, 2 nach Cor. em., von Kramer verworfen, der die Lesart der codd. mit Pol. 9, 21, 4 rechtfertigt. – Bei Phot. = πεδιακός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοπεδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λογοπεδία 2. το θηλ. ως ουσ. η λογοπεδική η λογοπεδία 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ειδικός στη θεραπευτική αγωγή τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πεδικός (< πέδη «δεσμά»), πρβλ. ορθο πεδικός] … Dictionary of Greek