- ὑπο-στένω
ὑπο-στένω, dabei seufzen, ein wenig, leise seufzen; Soph. El. 79; Ar. Ach. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στένω, dabei seufzen, ein wenig, leise seufzen; Soph. El. 79; Ar. Ach. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek