- πεδιόθεν
πεδιόθεν, von der Ebene.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδιόθεν, von der Ebene.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδιόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) από την πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχό θεν)] … Dictionary of Greek