- ὑπο-στολίζω
ὑπο-στολίζω, wie ὑποστέλλω, herablassen, nachlassen, λαῖφος Archil. bei Plut. de superst. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στολίζω, wie ὑποστέλλω, herablassen, nachlassen, λαῖφος Archil. bei Plut. de superst. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεξασκώ — έω, Α 1. εξασκώ, γυμνάζω επί πλέον 2. στολίζω επιπροσθέτως («τὸ φυσικὸν κάλλος ὑπὸ τῆς βασιλικῆς προσεξήσκηται πολυτελείας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek